догадливый - ορισμός. Τι είναι το догадливый
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι догадливый - ορισμός


догадливый      
прил.
1) Способный легко и быстро находить правильное решение, улавливать суть чего-л.; сообразительный.
2) Свойственный такому человеку.
догадливый      
ДОГ'АДЛИВЫЙ, догадливая, догадливое; догадлив, догадлива, догадливо. Сообразительный, легко умеющий находить правильную мысль.
ДОГАДЛИВЫЙ      
сообразительный, легко догадывающийся.
Д. ребенок.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για догадливый
1. - Понятно, мандарины, -отдает мне паспорт догадливый госслужащий.
2. Либеральное государство — кляча, которую "догадливый" цыган зарекся кормить?
3. Но догадливый Брохес - партнер Вертинского - уже взял первые аккорды.
4. Догадливый избиратель должен сразу персонифицировать их как КПРФ и СПС.
5. "Намек понял, - скажет не в меру догадливый читатель.
Τι είναι догадливый - ορισμός